συνελευθεροῦν

συνελευθεροῦν
συνελευθερόω
join in freeing from
pres part act masc voc sg
συνελευθερόω
join in freeing from
pres part act neut nom/voc/acc sg
συνελευθερόω
join in freeing from
pres inf act (epic doric)
συνελευθερόω
join in freeing from
pres part act masc voc sg
συνελευθερόω
join in freeing from
pres part act neut nom/voc/acc sg
συνελευθερόω
join in freeing from
pres inf act (epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνελευθερώ — όω, αττ. τ. ξυνελευθερῶ Α [ἐλευθερῶ / ώνω] 1. ελευθερώνω από κοινού από κάποιον («συνελευθεροῡν αὐτοὺς τοῡ μουνάρχου», Ηρόδ.) 2. απελευθερώνω («αὐτοί τε αὐτονομεῑσθε καὶ τοὺς ἄλλους ξυνελευθεροῡτε», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • υποτείνω — (I) ὑποτείνω, ΝΜΑ [τείνω] (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. υποτείνουσα αρχ. 1. τοποθετώ τεντωμένο κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποτείνειν δοκίδα ὑπὸ τὴν κλίνην», Ιπποκρ.) 2. τεντώνω με δύναμη («ὑπότεινε δὴ πᾱς καὶ κάταγε τοῑσιν κάλῳς», Αριστοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”